- καταχάλασμα
- το [καταχαλώ]1. (για κτήριο) γκρέμισμα, κατακρήμνιση, κατεδάφιση2. ολοκληρωτική καταστροφή ενός πράγματος3. στον πληθ. τα καταχαλάσματατα ερείπια, τα συντρίμμια, τα απομεινάρια («μέσ' από τα καταχαλάσματα τού αρχαίου ελληνορρωμαϊκού κόσμου βγήκε ο χριστιανισμός»)4. μτφ. φθορά, όλεθρος, καταστροφή.
Dictionary of Greek. 2013.